- θα τιμωρηθεί
- ќе биде казнет
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
πειθαρχείο(ν) — το 1. στρατιωτικό κρατητήριο όπου κρατούνται κατά τη διάρκεια τής νύχτας και τού ελεύθερου χρόνου τής ημέρας οι στρατιώτες που έχουν τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης ή κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 24ώρου αν έχουν τιμωρηθεί με αυστηρά φυλάκιση 2.… … Dictionary of Greek
Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… … Dictionary of Greek
ακανόνιστος — η, ο (Α ἀκανόνιστος, ον) [κανονίζω] 1. αυτός που δεν είναι κανονισμένος, ο ατακτοποίητος 2. όποιος δεν έχει κανονικές διαστάσεις, ο ασύμμετρος «ακανόνιστο δωμάτιο» 3. εκείνος που δεν έχει ρυθμιστεί με κοινή συμφωνία «ακανόνιστος μισθός» 4. ο… … Dictionary of Greek
ακόλαστος — η, ο (Α ἀκόλαστος, ον) ο αχαλίνωτος, όποιος δεν δείχνει εγκράτεια (κυρίως στις σαρκικές ηδονές) νεοελλ. αυτός που δεν έχει κολαστεί, δεν έχει πει ή πράξει κάτι που τό τιμωρεί η Εκκλησία αρχ. εκείνος που δεν έχει τιμωρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
αξιόποινος — η, ο (Α ἀξιόποινος, ον) αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος αρχ. εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει … Dictionary of Greek
απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία … Dictionary of Greek
εναιτώ — ἐναιτῶ ( έω) (Α) απαιτώ τιμωρία, ζητώ να τιμωρηθεί κάποιος … Dictionary of Greek
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek